ανασχίζω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
ἀνασχίζω (AM) (μσν. και ἀνασκίζω)
σχίζοντας ανοίγω, σχίζω
μσν.
διασχίζω, περνώ
αρχ.
γδέρνω.