ανδρείκελος

Greek Monolingual

ἀνδρείκελος), -ον)
1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος
2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα
β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλου
αρχ.
βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].