ανδρόβουλος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

ἀνδρόβουλος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που έχει ανδρικά φρονήματα.