ἀνδρόβουλος
English (LSJ)
ἀνδρόβουλον, of manly counsel, man-minded, like ἀνδρόφρων, A.Ag.11, cf. Phryn.PS p.31B.: opp. γυναικόβουλος.
Spanish (DGE)
-ον
de audacia, de decisión masculina γυναικὸς ἀνδρόβουλον ... κέαρ A.A.11, cf. Phryn.PS p.31.
German (Pape)
[Seite 218] von männlichem Entschlusse, κέαρ γυναικός Aesch. Ag. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux résolutions viriles.
Étymologie: ἀνήρ, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόβουλος: полный мужской решимости, мужественный (κέαρ γυναικός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόβουλος: -ον, (βουλὴ) ἐπὶ γυναικὸς ἐχούσης φρονήματα ἀνδρικά, ὧδε γὰρ κρατεῖ γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 11, ― «ἀνδρόβουλος γυνὴ ἡ ἀνδρὸς βουλεύματα βουλευομένη» Α. Β. 19· κατ’ ἀντιθ. πρὸς τὸ γυναικόβουλος.
Greek Monolingual
ἀνδρόβουλος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που έχει ανδρικά φρονήματα.
Greek Monotonic
ἀνδρόβουλος: -ον (ἀνήρ, βουλή), με ανδρική γνώμη, σκέψη, με ανδρικό φρόνημα, σε Αισχύλ.