ανηθικότητα

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

, η
1. η έλλειψη ηθικών αρχών
2. (συνεκδοχικά) ανήθικη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήθικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].