ανθοβολώ

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀνθοβολῶ, -έω)
1. ραίνω, στολίζω με άνθη
2. βγάζω λουλούδια, ανθίζω
νεοελλ.
1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω
2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ.