ανθογέννητος

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανθηρός, ωραίος σαν να είχε γεννηθεί από άνθη («ανθηρό κορμάκι»)
2. εκείνος που παράγεται από άνθη («ανθηρό μέλι»).