ανθογέννητος

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανθηρός, ωραίος σαν να είχε γεννηθεί από άνθη («ανθηρό κορμάκι»)
2. εκείνος που παράγεται από άνθη («ανθηρό μέλι»).