ανθονόμος

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθονόμος, -ον)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
(για τόπο) γεμάτος άνθη.