ανθοστέφανος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
ο (κ. ανθοστέφανο, το)
λουλούδινο στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + στέφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].