ανθρακογόνος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
-α, -ο και -ος, -ο
αυτός που παράγει άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 («ανθρακογόνος εποχή»)].