ανθρωπολογία
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
Greek Monolingual
η
η επιστήμη που εξετάζει την κατασκευή του ανθρώπινου σώματος, σκελετού και εσωτερικών οργάνων (μορφολογική ανθρωπολογία), τη λειτουργία των οργάνων και συστημάτων του οργανισμού (λειτουργική ανθρωπολογία), τη θέση του ανθρώπου μέσα στο ζωικό βασίλειο (ζωολογική ανθρωπολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < anthropologia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άνθρωπος + -λογία. Ο ελληνικός όρος ανθρωπολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1810 από τον γιατρό Λευκία Γεωργιάδη Αναστάσιο].