ανθρωποποίηση

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η
1. η προσωποποίηση
2. ο εξανθρωπισμός, το να καθιστά κάποιος κάτι ή κάποιον πιο ανθρώπινο, πιο εξευγενισμένο
3. η εξελικτική διεργασία με την οποία οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα λοιπά πρωτεύοντα (όρθια στάση, ανάπτυξη εγκεφάλου κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ποίηση < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Χαντσερή].