ανθυποφέρω
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
Greek Monolingual
ἀνθυποφέρω (AM)
φέρνω αντιρρήσεις
αρχ.
1. ανταπαντώ
2. προκαλώ οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση
3. αλλάζω, προκαλώ ριζικές αλλαγές.