ἀνθυποφέρω
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
A reply, rejoin, opp. πυνθάνομαι, D.H.Dem.54, cf. Hermog.Inv.4.14, S.E.M. 7.44.
II use a word or phrase in reply to a question, in Pass., A.D.Pron.24.17, Synt.73.6.
III cause to retrogress, Plu.2.76d:—Pass., ib.939a.
Spanish (DGE)
I 1replicar εἶτ' ἀνθυποφέρει καὶ παρ' ἕκαστον ἀγανακτεῖ καὶ τὸ δεινὸν αὔξει D.H.Dem.54, cf. Sch.Hes.Th.93, Hermog.Inu.4.14 (p.211), S.E.M.7.440
•en v. med. c. dat. usar una palabra o frase para contestar αἱ ἀνθυποφερόμεναι τοῖς πύσμασιν A.D.Pron.24.17, cf. Synt.73.6.
2 acusar c. ac. οὔτε κατὰ πρᾶξιν ἀνθυποφέρείν ὑμᾶς δυνατὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῷ δημιουργῷ ni según su actuación podéis acusar de pecado al creador Ath.Al.M.26.1124B
•hablar contra τὸν τῶν ὑπεναντίων ἀνθυποφέρων λόγον Gr.Nyss.Tres dei 47.1, cf. Basil.M.32.616C.
II 1llevar en dirección contraria, hacer retroceder τῆς κακίας ... πρὸς τοὐναντίον ἀνθυποφερούσης Plu.2.76d, cf. 939a.
2 fig. ofrecer en vez de ἀνθυπενεγκὼν δὲ ἑαυτὸν πρὸς τὴν ἐκείνου μετάνοιαν Iust.Phil.M.6.1185C.
German (Pape)
[Seite 236] (s. φέρω), dagegen vorbringen, einwenden, Sp.,wie Apoll. pron. 289 c.
French (Bailly abrégé)
reprendre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑποφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποφέρω: уносить, увлекать с собой (τινὰ πρὸς τοὐνατίον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποφέρω: ἀνθυποβάλλω (πρβλ. ἀνθυποφορὰ Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54), Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 440. II. ἀνταφαιρῶ, Πλούτ. 2. 76D: - Παθ., περὶ τῆς σελήνης, λείως καὶ ὁμαλῶς ἀεὶ τάχεσι τοῖς αὐτοῖς ἀνθυποφερομένην αὐτόθι 939Α.
Greek Monolingual
ἀνθυποφέρω (AM)
φέρνω αντιρρήσεις
αρχ.
1. ανταπαντώ
2. προκαλώ οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση
3. αλλάζω, προκαλώ ριζικές αλλαγές.