ανοικτόχρους

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοικτός + χρους < χρως. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].