Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
κ. ανοστεύω κ. ανοστίζω1. γίνομαι άνοστος2. γίνομαι άχαρος, σαχλός, κρύος3. κάνω κάτι άνοστο, ανούσιο, άχαρο.