ἀντάρτης
From LSJ
English (LSJ)
τύραννος, ἐπιβαίνων βασιλεῖ, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ rebelde de Cristo πείθων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀντάρτης, ἀλλὰ βασιλεὺς οὐρανοῦ καὶ γῆς Ammon.Io.M.85.1509C
•del Demonio ὁ ἄνω ἀ. Ast.Soph.Hom.2 in Ps.5.M.40.412A, ἀντάρτης· τύραννος, ἀντιβαίνων βασιλεῖ Hsch.
Greek Monolingual
ο (θηλ. αντάρτισσα, η) (AM ἀντάρτης) ανταίρω
ο στασιαστής, αυτός που μετέχει σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει σε άτακτο, αντάρτικο, στρατιωτικό σώμα («πάει αντάρτης στη Μακεδονία»)
2. (συνήθως για παιδί) ο ανυπάκουος, ο απείθαρχος.