αντίκρουση

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444

Greek Monolingual

η (Α ἀντίκρουσις)
νεοελλ.
1. απόκρουση, αντεπίθεση
2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων
αρχ.
1. αιφνίδια αντίσταση
2. εμπόδιο
3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση.