αντίκρουση
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
η (Α ἀντίκρουσις)
νεοελλ.
1. απόκρουση, αντεπίθεση
2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων
αρχ.
1. αιφνίδια αντίσταση
2. εμπόδιο
3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση.