αντίμετρο

From LSJ

Greek Monolingual

το
μέτρο το οποίο λαμβάνεται για να εξουδετερώσει κάποιο άλλο μέτρο, να προλάβει μια ενέργεια του αντιπάλου ή να την εξουδετερώσει.