αντίπερα

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

(Α ἀντίπερα, -πέραν, -πέρην, -πέρας
Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν)
επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»).
αρχ.
ως επίθ. «Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε» — την ασιατική και την απέναντι ακτή.