αντίφημι
From LSJ
κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
Greek Monolingual
ἀντίφημι (Α)
1. αντιλέγω
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.
κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ἀντίφημι (Α)
1. αντιλέγω
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.