ἀντίφημι
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
say 'no', contradict, abs., Pl.Grg. 501c, Arist.APr.65b1; ἀ. τινί contradict a thing, Id.Insomn.462a7; πρός τι ib.460b19.
Spanish (DGE)
contradecir, oponerse συγκατατίθεσαι ... τὴν αὐτὴν δόξαν ἢ ἀντίφῃς; Pl.Grg.501c, en una asamblea hο δὲ ἀντιφᾶι CID 1.9.B.53, en lóg. Arist.APr.65b1, πικρῶς Plb.9.42.6
•c. dat. τῇ φαντασίᾳ Arist.Insomn.462a7
•c. πρός y ac. πρὸς τὴν φαντασίαν Arist.Insomn.460b19.
German (Pape)
[Seite 263] (s. φημί). dagegen, widersprechen, Plat. Gorg. 501 c u. Sp., wie D. Sic. 19, 21.
French (Bailly abrégé)
contredire, répliquer.
Étymologie: ἀντί, φημί.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφημι: противоречить, тж. возражать (Plat., Diod. τινι и τι πρός τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφημι: μέλλ. -φήσω, ὁμιλῶ ἐναντίον, ἀντιλέγω, Πλάτ. Γοργ. 501C· ἀντ. τινι, ἀντιλέγω πρός τι οὐδὲν ἀντίφησι τῇ φαντασία Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 14· πρός τι αὐτόθι 2. 18.
Greek Monolingual
ἀντίφημι (Α)
1. αντιλέγω
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀντίφημι: μέλ. -φήσω, μιλώ ενάντια σε, αντικρούω, αντιλέγω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
to speak against, to contradict, Plat.