αντιβιοτικό

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

το
(βιοχ.-φαρμ.) ουσία και φάρμακο που καταστρέφει παθογόνους μικροοργανισμούς ή αναστέλλει τη δράση τους.