αντικαθίζω
From LSJ
Greek Monolingual
ἀντικαθίζω (Α)
1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου
2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι
α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον
β) εναντιώνομαι.
ἀντικαθίζω (Α)
1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου
2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι
α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον
β) εναντιώνομαι.