αντικρίνω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ἀντικρίνω (Α)
1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει
2. παραβάλλω, συγκρίνω
3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον.