αντσούγα
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
Greek Monolingual
κ. -για, η
η σαρδέλα, το χαψί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. apya (αντί του aphya «το ψάρι αφύη»), που προέρχεται από το αρχ. ελλην. αφύη «σαρδέλα, αντσούγια». Κατ' άλλους, οι ιταλ. διαλεκτ. τύποι (όπως και ο ισπαν., πορτογ. anchova, anchoa) ανάγονται απευθείας στη βασκική λ. anchoa, anchua, που ταυτίζεται με το επίθ. antzua «ξηρός», οπότε η βασκική λ. θα σήμαινε αρχικά το «αποξηραμένο ψάρι»].