ανυστός

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

ἀνυστός, -όν (Α) ανύω
1. κατορθωτός
2. επιτρεπόμενος
3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — κατά το δυνατόν
4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος.