αξεφλούδιστος

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο φλοιός, που δεν αποφλοιώθηκε.