αξιάγαστος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
-η, -ο (AM ἀξιάγαστος, -ον)
άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + αγαστός < αγάζομαι «θαυμάζω, λατρεύω»].