Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
-η, -ο (AM ἀξιάγαστος, -ον)άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + αγαστός < αγάζομαι «θαυμάζω, λατρεύω»].