απαρέσκω

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

ἀπαρέσκω)
1. δεν είμαι αρεστός σε κάποιον
2. δεν καταδέχομαι
αρχ.
δυσαρεστώ κάποιον.