ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
το (Α ἀπείκασμα)νεοελλ.1. εικασία2. αντίληψη, νόησηαρχ.αναπαράσταση, ομοίωμα.