απεκδέχομαι
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἀπεκδέχομαι)
1. περιμένω με λαχτάρα
2. ελπίζω, προσδοκώ
αρχ.-μσν.
εικάζω, συμπεραίνω
αρχ.
παρανοώ, παρερμηνεύω.
(AM ἀπεκδέχομαι)
1. περιμένω με λαχτάρα
2. ελπίζω, προσδοκώ
αρχ.-μσν.
εικάζω, συμπεραίνω
αρχ.
παρανοώ, παρερμηνεύω.