αποθεραπεία
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
η (Α ἀποθεραπεία)
συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία
αρχ.
1. η λατρεία των θεών
2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική.