αποθεραπεία

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η (Α ἀποθεραπεία)
συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία
αρχ.
1. η λατρεία των θεών
2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική.