αποθραύω

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

ἀποθραύω (Α)
1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει)
2. (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι
3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — χάνω την υπόληψη μου.