ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
ἀποθραύω (Α)1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει)2. (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — χάνω την υπόληψη μου.