ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἀπολαγχάνω (Α)λαγχάνω1. παίρνω μερίδιο με κλήρο2. αποτυχαίνω σε κλήρωση3. τα χάνω όλα, μένω έρημος.