αποτίνω

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

κ. -τίω (Α ἀποτίνω κ. -τίω) τίνω
πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται
(«ἀπέτισαν φόρον τιμῆς»)
αρχ.
1. τιμωρούμαι, πληρώνω για κάτι που έχω κάνει
2. τιμωρώ
3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.