Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
κ. -τίω (Α ἀποτίνω κ. -τίω) τίνωπληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται(«ἀπέτισαν φόρον τιμῆς»)αρχ.1. τιμωρούμαι, πληρώνω για κάτι που έχω κάνει2. τιμωρώ3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.