αποτιμώ

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

(Α ἀποτιμῶ, -άω)
καθορίζω την τιμή ενός πράγματος αφού υπολογίσω την αξία του, εκτιμώ
αρχ.
1. δεν τιμώ, περιφρονώ κάποιον
2. (-ῶμαι) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο κάτι.