Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) άπραγος
νεοελλ.
έλλειψη πείρας, αδεξιότητα
αρχ.-μσν.
1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας
2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.