απόκοσμος

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που ζει μακριά από τον κόσμο, ο απομονωμένος
2. αυτός που δίνει την εντύπωση ότι προέρχεται από άλλον κόσμο, θαυμαστός («απόκοσμη ομορφιά»)
3. ο μυστηριώδης («απόκοσμη φωνή»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο απόκοσμος
μακρινή χώρα
5. το ουδ. ως ουσ. το στοιχειό.