απότιση

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπότισις) αποτίνω
1. (κυριολ. και μτφ.) πληρωμή χρέους
2. έκτιση ποινής.