απότιση

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπότισις) αποτίνω
1. (κυριολ. και μτφ.) πληρωμή χρέους
2. έκτιση ποινής.