αράχνιον

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ἀράχνιον, το (Α)
1. ιστός της αράχνης
2. αρρώστεια ελαιόδεντρων
3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη].