αριζήλωτος

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

ἀριζήλωτος, -ον (AM) και -ζήλητος (Μ)
αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»].