ἀριζήλωτος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριζήλωτος Medium diacritics: ἀριζήλωτος Low diacritics: αριζήλωτος Capitals: ΑΡΙΖΗΛΩΤΟΣ
Transliteration A: arizḗlōtos Transliteration B: arizēlōtos Transliteration C: arizilotos Beta Code: a)rizh/lwtos

English (LSJ)

ἀριζήλωτον, much to be envied, Ar.Eq.1329 (anap.): ἀριζήλητος in Orac. ap. Eus.PE9.10.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
muy envidiable, Ἀθῆναι Ar.Eq.1329, Ἑβραῖοι Orác. en Eus.PE 9.10.

German (Pape)

[Seite 350] sehr beneidet, d. i. sehr glücklich, Ἀθῆναι, Ar. Equ. 1326.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait digne d'envie, fortuné.
Étymologie: ἀρι-, ζηλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀριζήλωτος: достойный зависти, счастливый (Ἀθῆναι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριζήλωτος: -ον, ὁ λίαν ζηλωτός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1329· - ζήλητος ἐν Χρησμῷ παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 413C.

Greek Monolingual

ἀριζήλωτος, -ον (AM) και -ζήλητος (Μ)
αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»].

Greek Monotonic

ἀριζήλωτος: -ον, πολύ φθονούμενος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

much to be envied, Ar.