αριστεία
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
κ. ιων. -είη, η (Α) αριστεύω
1. υπεροχή, ανδρεία, γενναιότητα
2. ανδραγαθία (η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς σαν τίτλος για τις ραψωδίες Ε, «ἀριστεία Διομήδους», Λ, «ἀριστεία Ἀγαμέμνονος», Ρ, «ἀριστεία Μενελάου», της Ιλιάδας).