αριστεροστάτης

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστεροστάτης)
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου
αρχ.
(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].