αρτοκλασία
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
Greek Monolingual
και -πλασία, η (Μ ἀρτοκλασία)
η τελετή της ευλογίας και διανομής των πέντε άρτων
νεοελλ.
1. το πλάσιμο των πέντε άρτων που προορίζονται για την αρτοκλασία
2. οι πέντε άρτοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρτοκλασία < άρτος + -κλασία < κλάσις < κλω (-άω) «κόβω, σπάζω». Ο τ. αρτοπλασία < άρτος + -πλασία < πλάσις < πλάσσω.