αρχίμηνος

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

ἀρχίμηνος, η (Μ)
η πρώτη μέρα του μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)].