πάμμηνος

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμηνος Medium diacritics: πάμμηνος Low diacritics: πάμμηνος Capitals: ΠΑΜΜΗΝΟΣ
Transliteration A: pámmēnos Transliteration B: pammēnos Transliteration C: pamminos Beta Code: pa/mmhnos

English (LSJ)

πάμμηνον,
A through all months, through the live-long year, S.El. 851 (lyr.).
2 π. σελήνη, = πανσέληνος, ἡ, Plu.2.936a, Doroth. ap. Heph.Astr.3.9; at full moon, ἱκετεῖαι cj. in Philod. Scarph. 114 (BCH 49.130).

German (Pape)

[Seite 453] durch alle Monden, das ganze Jahr hindurch dauernd; Soph. El. 851; κέλευθα, Maneth. 4, 545; σελήνη, Vollmond, Plut. fac. orb. lun. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure tous les mois ou toute l'année, continuel.
Étymologie: πᾶν, μήν².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμμηνος -ον [πᾶς, μήν] van alle maanden, voortdurend.

Russian (Dvoretsky)

πάμμηνος: μήν II] длящийся из месяца в месяц, т. е. непрерывный, долгий (αἰών Soph.).
μήνη полнолунный: π. σελήνη Plut. полная луна, полнолуние.

Greek Monolingual

πάμμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλους τους μήνες του έτους, όλο το έτος
2. φρ. «πάμμηνος σελήνη» — πανσέληνος (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. έμμηνος].

Greek Monotonic

πάμμηνος: -ον (μήν), αυτός που αναφέρεται σε όλους τους μήνες, σε όλο το μήκος του χρόνου της ζωής, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάμμηνος: -ον, ὁ διὰ πάντων τῶν μηνῶν, παμμήνῳ .. αἰῶνι Σοφ. Ἠλ. 851· -ἀλλά, π. σελήνη, = πανσέληνος, ἡ, Πλούτ. 2. 936Α.

Middle Liddell

πάμ-μηνος, ον, [μήν]
through all months, the live-long year, Soph.