αρχαιοφανής

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

-ές (Μ ἀρχαιοφανής)
αυτός που φαίνεται σαν να είναι αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -φανής < φαίνω.