αρχιπρεσβύτερος
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
Greek Monolingual
ο (Μ ἀρχιπρεσβύτερος)
ο πρώτος ανάμεσα στους πρεσβύτερους
νεοελλ.
τίτλος ο οποίος απονέμεται από την εκκλησιαστική Αρχή σε πρεσβύτερους που διακρίθηκαν για το ήθος, τη μόρφωση και τη δράση τους
μσν.
αρχιερατικός επίτροπος, πρεσβύτερος ο οποίος ασκεί τα διοικητικά καθήκοντα όταν απουσιάζει ο επίσκοπος.
Wikipedia EN
The ecclesiastical title of archpriest or archpresbyter belongs to certain priests with supervisory duties over a number of parishes. The term is most often used in Eastern Orthodoxy and the Eastern Catholic Churches and may be somewhat analogous to a monsignor in the Latin Church, but in the Eastern churches an archpriest wears an additional vestment and, typically, a pectoral cross, and becomes an archpriest via a liturgical ceremony.
The term may be used in the Latin Catholic Church in certain historical titles and may replace in popular usage the title of vicar forane, otherwise often known as a dean.
Wikipedia DE
Erzpriester (lat. Archipresbyter, griech. ἀρχιπρεσβύτερος archipresbýteros, russ. архипресвитер) ist die Bezeichnung für verschiedene Amtsträger innerhalb der römisch-katholischen, orthodoxen (hier auch Protopresbyter genannt) und altkatholischen Kirche.
Wikipedia EL
Πρωτοπρεσβύτερος στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι οφφίκιο που αποδίδεται σε έγγαμο μόνο κληρικό που φέρει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης. Είναι ο ανώτερος βαθμός στον οποίο μπορεί να φτάσει έγγαμος κληρικός. Διακρίνεται από τον πρεσβύτερο, καθώς φοράει επιγονάτιο και σταυρό. Ευρίσκεται μετά τον Πρεσβύτερο και πριν από τον Πρωθιερέα. Ξεχωρίζει για την έντονη ποιμαντική του δραστηριότητα στις ενορίες με έμφαση στο κοινωνικό έργο, την ιερά εξομολόγηση, τις ομιλίες, τη στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, την εμψύχωση της νεολαίας και τη λειτουργική ζωή.
Άλλες ονομασίες που έχει το οφφίκιο του πρωτοπρεσβύτερου είναι: του Πρωτοπαπά, του Αρχιπρεσβυτέρου, του Πρώτου τη τάξει των πρεσβυτέρων, του Πρωθιερέως, του Ηγουμένου των πρεσβυτέρων.
Wikipedia FR
Dans l'Église catholique, archiprêtre est un titre honorifique attribué à un prêtre, en général le curé d'une église importante, de l’église principale d’une ville ou d’un ensemble de paroisses, ou encore d'une cathédrale ou une basilique. Il est à la tête d'un archiprêtré (par exemple, l'ancien archiprêtré de Bouin, dans le diocèse de Poitiers).
Anciennement, ce titre fut aussi porté par un prêtre qui remplaçait un évêque.
Dans l'Église orthodoxe, le titre d'archiprêtre, en grec moderne: αρχιπρεσβύτερος (archipresbyteros), ou les titres équivalents de protopape, πρωτόπαππας (protopappas), de protoïéreus, πρωτοϊερεύς (protoiereus) ou de protopresbytre, πρωτοπρεσβύτερος (protopresbyteros) sont des distinctions accordées par l'évêque ou le primat à un prêtre comme le recteur d'une cathédrale ou d'une paroisse importante, ou le doyen d'une circonscription du diocèse.